- εξημερώσιμος
- -η, -ο [εξημέρωση]αυτός που μπορεί ή αξίζει να εξημερωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξημερώσιμος — η, ο που μπορεί ή που αξίζει να εξημερωθεί: Η αρκούδα είναι εξημερώσιμο ζώο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)